- σκριπτόριο
- το / σκριπτόριον, ΝΜ, και σκριτόριο, Ν(στο Βυζ.) εργαστήριο γραφής, και σε πολλές περιπτώσεις εικονογράφησης, κωδίκων, που ήταν οργανωμένο κυρίως σε ακμαίο μοναστήρινεοελλ.γραφείο («σκριτόριο 'χε ολάργυρο», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scriptorium < scribo «γράφω»].
Dictionary of Greek. 2013.